κοιταίος

κοιταίος
κοιταῑος, -αία, -ον (AM) [κοίτη]
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον
(για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη
αρχ.
1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι»
i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρα κοιταῑον γίγνεσθαι», Δημοσθ.)
ii) φθάνω κατά την ώρα τού ύπνου ή, κατά δ. ερμ., κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω
β) «τὰ κοιταῑα ἐπισπένδω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι πριν κοιμηθώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιταῖος — abed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταῖον — κοιταῖος abed masc acc sg κοιταῖος abed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταῖα — κοιταῖος abed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταίαν — κοιταί̱ᾱν , κοιταῖος abed fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταίους — κοιταί̱ους , κοιταῖος abed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”